un bee liver

Un Bee Liver. A surreal approach to the roach of all aproaches.

Name:
Location: Αααααααααααααααααχ, Βααααααααααααααααχ

Όταν και αν ποτέ καταλάβω τι συμβαίνει about me ίσως και να σας ενημερώσω

Wednesday, October 25, 2006

An XXX File

Ο καιρός πολλές φορές παίζει παράξενα παιχνίδια, όλοι μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε. Η ξαφνική άνοδος της θερμοκρασίας ήταν ιδανική για κάθε ερωτευμένο που μπορούσε να βγει από το σπίτι χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε κάποιο άθλιο κέντρο νυχτερινής διασκέδασης. Ο Βλαδίμηρος και η Τιτίκα αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν την απρόσμενη καλοκαιρία της οκτωβριανής νύχτας και βγήκαν για μια βόλτα στο πανέμορφο λιμάνι των Χανίων. Ήταν μασάνυχτα και οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι. Οι θόρυβοι της πόλης ήταν εξαφανισμένοι και η ατμόσφαιρα ήταν ειδυλλιακή. Κάθισαν σε ένα παγκάκι μπροστά από τη θάλασσα και άκουγαν τη μάχη του ανέμου με τα κύματα για το ποιος θα ακουστεί περισσότερο. Ο Βλαδίμηρος της έπιασε το χέρι και η Τιτίκα του έπιασε το πόδι και το μάτι. Θα θυσίαζαν οτιδήποτε για να κρατούσε η στιγμή αυτή για πάντα. Κοιτώντας το φεγγάρι που φάνταζε πανίσχυρο στον ελλειπή από σύννεφα ουρανό έκλασαν ταυτόχρονα, σε σολ δίεση ο Βλαδίμηρος και σε καθαρή σολ η Τιτίκα. Τα τσάκρα τους ήταν πλέον ενωμένα με ισχυρούς πεπτιδικούς δεσμούς και κανένα ένζυμο δεν μπορούσε πλέον να καταλύσει τον έρωτά τους. Δυο μπάτσοι πέρασαν δίπλα τους, αγκαλιασμένοι κι αυτοί. Ήταν αναμφισβήτητα μια ερωτική βραδιά. Τα γουρούνια έκατσαν στο διπλανό παγκάκι, έβγαλαν τα ρούχα τους και άρχισαν να γλύφονται δίχως να ενδιαφέρονται αν κάποιος τους κοιτά. Ο Βλαδίμηρος εκνευρίστηκε, σηκώθηκε από το παγκάκι και κατεθύνθηκε προς το μέρος τους να τους ζητήσει να φύγουν. «Μπορείτε να πάτε σε κάποιο ξενοδοχείο να συνεχίσετε, δεν έχουμε καμία όρεξη για τέτοιο θέαμα» είπε. Η απάντηση των μπάτσων ήταν άμεση και δύο σφαίρες ράγισαν την καρδιά του κακομοίρη Βλαδίμηρου. Ήταν μόλις 22 χρονών. Οι πυροβολισμοί όμως ανησύχησαν τους γείτονες οι οποίοι τηλεφώνησαν στην αστυνομία και στο έφμπι άη. Οι δυνάμεις της Ελ.Ας έφτασαν αμέσως και ενώθηκαν με τους πρωτεργάτες της τσόντας δημιουργώντας ένα υπερπλήθες σύνολο γυμνών κορμιών (κατά κανόνα αντρικών) που έδιναν και δέχονταν έρωτα με κάθε πιθανό συνδυασμό. Δυο ώρες μετά έφτασαν στο σημείο αυτό ο Μώλντερ και η Σκάλλυ οι οποίοι είδαν την Τιτίκα να στέκει αμήχανα και να κοιτά το αλλοπρόσαλο θέαμα με δάκρυα στα μάτια. Το πτώμα του αγαπητικού της μπροστά από το γαμόλοφο κειτόταν νεκρό, το αίμα του χυνόταν στη θάλασσα ενώ οι κραυγές της ηδονής των μπάτσων δεν άφηναν κανέναν άλλο ήχο να έρθει στην επιφάνεια. Η Ντέηνα Σκάλλυ τότε ρώτησε την Τιτίκα εάν είχε στο παρελθόν εμπειρίες απαγωγής από εξωγήινα νοήμονα όντα. Ο Μώλντερ όμως ήταν πεπεισμένος ότι το συμβάν δεν είχε προκληθεί από εξωγήινους αλλά από το φάντασμα κάποιου που δεν μπορούσε να πάει στον παράδεισο πριν εκδικηθεί τον άδικο θάνατό του. Για μια ακόμα φορά ο πράκτορας Φοξ Μώλντερ είχε δίκιο. Η Τιτίκα είχε δολοφονήσει τη γιαγιά της με ένα κοκοφοίνικα μπροστά από το τζάκι του σπιτιού τους γιατί δεν της έλεγε παραμύθια όπως λένε όλες οι καλές γιαγιάδες στις αμερικάνικες ταινίες. «Μα, ο θάνατος του Βλαδίμηρου δεν έχει σχέση με τη γιαγιά μου. Οι μπάτσοι τον έφαγαν» είπε η Τιτίκα στους έφμπι αηκούς πράκτορες. Ο Μώλντερ τότε της έριξε μια ανάποδη που την έστειλε μέσα στη θάλασσα, πήρε τη Ντέηνα από το χέρι και ενώθηκαν με το σωρό των μπατσογκρικλόβερς οι οποίοι συνέχιζαν ακάθεκτοι να ερωτοτροπούν. Καθώς λοιπόν οι γνωστοί πράκτορες με κλειστά τα μάτια απολάμβαναν στο έπακρο της ηδονές της μπατσογαμίας μία λάμψη έκανε τη νύχτα μέρα και ένα διαστημόπλοιο ανέσυρε την Τιτίκα από τη θάλασσα μέσα σε μια ακτίνα φωτός. Ποιος ξέρει τι είδους φρικτά πειράματα θα έκαναν στο ήδη ταλαιπωρημένο κορίτσι, ποιος ξέρει αν θα την επέστρεφαν ποτέ στη γη μας. Άλλη μια κοπέλα έγινε θύμα απαγωγής από τους καταραμένους εξτρατερέστιαλς, άλλος ένας κακομοίρης πυροβολήθηκε από μπάτσους χωρίς να αποδοθούν κατηγορίες σε κανέναν και άλλη μια εντελώς μαλακισμένη ιστορία από μένα. Αυτή τη φορά όμως η μαλακία έχει ξεπεράσει κάθε όριο, αρχίζω και φοβάμαι...

Tuesday, October 24, 2006

Γιατί;

Γιατί Θεέ, γιατί; Γιατί ρε γαμώ το; Γιατί ρε Θεέ, γιατί ρε Βούδα, γιατί ρε Αλλάχ, ρε Γιαχβέ; Άμον Ρα, Όσιρη, γιατί; Τι έφταιξα ρε; Γιατί Αθηνά; Γιατί Απόλλωνα, Πάνα, Ερμή, Δία, Ήρα, Όντιν, Σίβα, Θωρ και Βελζεβούλ, γιατί ρε Κρίσνα; Κάλι, ούτε εσύ; Κανένας ρε γαμώ το; Κανένας Θεός, Τιτάνας, Διάολος κανείς ρε; Πού είστε ρεεεεεεεεεεε; Εμφανιστείτε ρε άμα έχουτε αρχίδια. Δεν πρόκειται όμως! Γιατί δεν υπάρχουτε ρε! Κανείς σας δεν υπάρχει. Μόνο οι Μάνογουορ υπάρχουν! Μόνο οι Μάνογουορ είναι αληθινοί. Άδερ μπαντς πλέη, μάνογουρ κιλ! Και όχι μόνο κιλ αλλά κιλ γουίθ πάουερ, ντάη ντάη ντάη!

Ποιος είναι αυτός ο ήλιος;

Ο ήλιος για άλλη μια φορά ξεπρόβαλε απ’ την πλευρά που μας είχε συνηθίσει, στην ώρα που μας είχε συνηθίσει και όλα φαίνονταν πως θα έχουν μία φυσιολογική έκβαση. Κάτι μέσα μου όμως (ίσως το μητρικό μου ένστικτο, ίσως ο Πακιστανός που ξέχασα χθες το βράδυ στα βάθη του πρωκτού μου να παριστάνει τον Ζακ Υβ Κουστώ, ίσως ο φύλακας άγγελός μου, ίσως ο Τζον Μπον Τζόβι ο οποίος πάντα έχει μια θέση στην καρδιά και τα όνειρά μου) μου έλεγε πως θα ζούσα κάτι διαφορετικό. Πως όμως και που, δε μου είπε κανείς. Κανείς ρε γαμώ το. Βγήκα λοιπόν έξω, πήρα τους δρόμους και τα βουνά, λιβάδια και λαγγάδια, πορτοκαλαιώνες, στέππες και τούνδρες μέχρι που την πάτησα. Ήταν εκθαμπωτική, ξανθιά, προκλητική χωρίς να καταντά χυδαία, έξω καρδιά, μέσα σπληνάντερα, πιο πέρα ένας θεός ξέρει. Γλίστρισα όμως και την καταράστηκα. Ποιος παλιάνθρωπος πετάει τις μπανανόφλουδες όπου βρει; Ποιος ευθύνεται για την τρύπα του όζοντος και ποιος για την πτώση του χρηματιστηρίου; Για τις ηθικές αξίες δε θα μιλήσω. Όχι. Όχι στην ίδια σελίδα που υπάρχει ο Μπον Τζον Μπόβι! Ου ουουου, σι’ζ ε λιτλ ράναγουεη.

Ο ήλιος στεκόταν στο θρόνο του και με κοιτούσε χαμογελαστός. «Άντε γαμήσου ρε» του φώναξα και κλείστηκα για ακόμα μία φορά στην πυρηνική μου λατέρνα αγναντεύοντας το αύριο. Ίσως συμβεί κάτι διαφορετικό αύριο. Μπαααααααααααααααααααα.

Monday, October 23, 2006

Ο Όπτιμους στα μπουζούκια



Παρασκευή βράδυ. Αργά. Ο Όπτιμους Πράιμ άνοιξε το τρίτο μπουκάλι ουίσκι απελπισμένος γιατί δεν τον πιάνει το αλκοόλ με καμία παναγία. Φανερά εκνευρισμένος μεταμορφώθηκε σε καφετιέρα και συνάμα τηλεφώνησε στο Μέγκατρον ο οποίος όπως πάντα κάτι σατανικό ετοίμαζε.
- Μέγκατρον, εσύ;
- Ποιος;
- Όπτιμους.
- Τι θες;
- Θα σε πιάσω στα χέρια μου και θα σου γαμήσω ότι έχεις και δεν έχεις, ακούς μωρί αδερφάρα;
- Πάλι δε σου σηκώνεται ρε; Τι μαλακίες είναι αυτές βραδιάτικα;
- Θα σε γαμήσω ρε!
- Πότε και που ρε μουνί;
Η μάχη κανονίστηκε στο κέντρο της Νέας Υόρκης για να μην υπάρξουν αθώα θύματα. Οι νιουγιόρκερς είναι όλοι ένοχοι, γνωστό αυτό. Ο δύο αρχηγοί μάζεψαν τα πιόνια τους και άρχιζαν να ετοιμάζουν στρατηγικές επίθεσης. Ο Όπτιμους συνέχισε να πίνει σαν κροκόδειλας χωρίς αποτέλεσμα όμως. Το άγχος ήταν φανερό στα μάτια όλων των ρομπότ που θα πολεμούσαν. Κρύος ιδρώτας έλουσε το πρόσωπο του Μέγκατρον καθώς γνώριζε ότι οι πιθανότητες δεν ήταν υπέρ του. Θα μαχόταν όμως με πάθος, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Οι ώρες πέρασαν γρήγορα και στις εννιά το πρωί ακριβώς, το σήμα των ότομποτς με το αντίστοιχο των ντισέπτικονς εναλλάχθηκαν μπροστά στα μάτια μας και η μάχη είχε μόλις αρχίσει. Κόκκινες και μπλε δολοφονικές ακτίνες λέηζερ χρωμάτιζαν τους δρόμους του μεγάλου μήλου σκοτώνοντας ταυτόχρονα ένοχα θύματα. Απελπισμένος μα ταυτόχρονα χαλαρός στην υπερπολυτελή του πολυθρόνα, ο πρόεδρος των ηνωμένων πολιτειών (δεν έχει σημασία ποιος, όλοι κωλόπαιδα είναι) κάλεσε συμβούλιο το οποίο αποφάσισε ότι με ένα βομβαρδισμό στην Ζιμπάμπουε η κατάσταση θα βελτιωνόταν. Έκανε λάθος βεβαίως όπως και στο Ιράκ και στο Αβγανιστάν και και και. Καθώς όμως οι πρώτες βόμβες διέλυαν τις υποδομές της Ζιμπάμπουε, στη Νέα Υόρκη οι ότομποτς φαίνονταν να παίρνουν τον πούλο. Μεταμορφώθηκαν λοιπόν σε Γιωταχή (πως λέμε Κιουτσούκ Καϊναρτζή) και προσπάθησαν να κρυφτούν μέσα στο πλήθος των κατοίκων που εγκατέλειπαν την πόλη και όδευαν προς τη γη της επαγγελίας. Το κόλπο στην αρχή φάνηκε να λειτουργεί πράγμα που έκανε τον μάστερμάιντ των ότομποτς να χαρεί. Κέρδισαν λίγο χρόνο, πήραν δυο ανάσες. Μηδένα προ του τέλους μακάριζε όμως, έλεγαν οι αρχαίοι έλληνες και για άλλη μια φορά αποδείχτηκαν σοφοί. Ο Fuhrer των ντισέπτικονς τότε, διέταξε τα τσιράκια του να καταστρέψουν κάθε αυτοκίνητο που υπάρχει στην ευρύτερη περιοχή. Ο Μπάμπλμπι (Bumblebee – κίτρινο κοντό μαλακισμένο κερασφόρο ότομποτ σκαραβαίος) τότε εχέσθην από το φόβο του και προκάλεσε ηλεκτροπληξία σε τρεις περαστικούς που έσπευσαν να αλοιφθούν με τα προϊόντα της ρομποτικής του απέκκρισης. Ο πρώτος ήταν οπαδός των Autopsy και πέθανε χαρούμενος καθώς κατάφερε να εκπληρώσει το παιδικό του όνειρο: να πεθάνει μέσα σε σκατά. Ο δεύτερος ήταν οπαδός των Coil και πέθανε εξίσου χαρούμενος καθώς κατάφερε να εκπληρώσει το παιδικό του όνειρο: να πεθάνει. Ο τρίτος ήταν Ιουδαίος. Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο δυσχερής για τους ότομποτς. Μετά το θάνατο του Μπάμπλμπι από ακατάσχετη διάρροια ο Όπτιμους γνώριζε ότι του απέμενε μόνο μία λύση. Έβγαλε από το καπέλο του ένα μαγικό φυστίκι, το κατάπιε ουρλιάζοντας ταντάχ και μεταμορφώθηκε σε Σουγκλάκο (αθάνατη διασταύρωση χόμο σάπιενς με μετεωρίτη – πρόσφατες φήμες που τον θέλουν ηττημένο είναι απλά άκυρες). Βγήκε από το σωρό με τα κατεστραμένα αυτοκίνητα και κατευθύνθηκε προς τον Μέγκατρον ο οποίος παρακολουθούσε σαστισμένος. Ακόμα και η χλέπα που του έριξε στη μάπα ο Σουγκλάκος Πράιμ δεν ήταν ικανή να κρύψει αυτό το σάστισμα. Τη χλέπα αυτή ακολούθησε κλωτσά στα αμελέτητα (ακόμα δε βρέθηκε κάποιος να τα μελετήσει; Φτάσαμε στο 2006, για όνομα), δαγκωνιά στο αυτί και εν τέλει κωλοδάχτυλο. Οι ότομποτς ήταν για μια ακόμη φορά νικητές. «Κέρδισες τη μάχη αλλά όχι και τον πόλεμο» φώναξε ο αρχηγός των ηττημένων πετώντας. Οι νικητές τότε αποφάσισαν να γιορτάσουν το γεγονός και έκλεισαν τραπέζια στα μπουζούκια, στο κέντρο όπου εμφανιζόταν η Πέγκυ Ζήνα (οι τρανφόρμερς δε φημίζονται για το γούστο τους ούτε και η Πέγκυ η οποία όμως φημίζεται για το μπούστο της). Η ώρα όμως πλησίαζε τις δέκα και σε λίγο έπρεπε να αρχίσουν οι Τζι Άη Τζο, έπρεπε να μπουν και οι διαφημίσεις για τα παιδάκια που δε θα έβρισκαν την ευτυχία να δεν ολοκλήρωναν τη συλλογή από εύθραστα ρομποτάκια που προβάλλονταν, ντεντ λάιν, κλάιν μάιν. Μείνετε συντονισμένοι, νέες μάχες, νέες καταστροφές και ακόμα περισσότεροι νεκροί εβραίοι θα ακολουθήσουν γιατί έχει πλάκα.

Saturday, October 14, 2006

Οι εβραίοι φταίνε πάλι

Η παρακάτω ιστορία δεν προέρχεται από καταιγίδα (μέρες που είναι τώρα) ιδεών που έπεφταν μανιασμένα στο γυαλιστερό μου κεφαλάκι. Όχι! Η παρακάτω ιστορία είναι άκρως και ακραίως πραγματική, βασισμένη σε αληθινές καταστάσεις και συμβάντα και μπλα και μπλα και μπλα. Ζω σε μια πόλη γεμάτη δύο εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι με τα αυτοκίνητά τους. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, ζω σε μια πόλη η οποία μπορεί να προσφέρει άπειρες ποσότητες τροφής για κάθε βρυκόλακα που δεν κάνει δίαιτα, παρόλο που έχουν εμφανιστεί κρούσματα και στην επαρχία. Η σημερινή μορφή του καπιταλισμού που απαιτεί τεράστια συσσώρευση πληθυσμού στα κέντρα ευνοεί τους βρυκόλακες και είναι ηλίου φαεινότερον ότι αυτοί είναι υπεύθυνοι για την τωρινή κατάσταση των πραγμάτων. Κρυμμένοι πίσω από τις σκοτεινότερες κουρτίνες κινούν τα νήματα του κόσμου και μετά μας τρώνε κι από πάνω! Είναι μασώνοι οι βρυκόλακες! Μασώνοι ξεμασώνοι, εγώ δεν είμαι ρατσιστής. Όπως εμείς, έτσι κι αυτοί έχουν τα προβλήματά τους και τις ανάγκες τους. Και όχι μόνο αυτό αλλά δεν υπάρχει και κάποιο μέρος να πάνε να πιουν ένα ποτό με την αγαπημένη τους μουσική να συνοδεύει τη μέθη τους αν πιουν και κανα ποτηράκι παραπάνου. Μπορείτε να φανταστείτε ποια είναι τα αγαπημένα τους ακούσματα. Σάουντρακ από κηδείες, μοιρολόγια, κλάματα, τον Παναγιώτη Γιαννάκη να ζητά λίγα λεπτά απ’ τη ζωή μας και τέτοια πράματα. Άσχημη η κατάσταση για τα βαμπύρια και πραγματικά, κάθε φορά που έβλεπα κάποιο στο δρόμο (νύχτα πάντα) ήταν θλιμμένο. Σας το ομολογώ, απελπίστηκα. «Γιατί θεέ δεν έχει ένα γκοθάδικο αυτή η πόλη, τι φταίξαμε και είσαι τόσο κακός μαζί μας», φώναξα κοιτώντας τον ουρανό και σηκώνοντας τα χέρια για να μυρίσουν τις μασχάλες μου οι περαστικοί. Μια φωνή τότε μου είπε να μη βλασφημώ γιατί ο θεός είναι παντού και τα ακούει όλα. Ήταν μια κυρία που κρατούσε στα χέρια της το άνεργο, ανύπαντρο, αγράμματο, αθεόφοβο, αλεξικέραυνο, νεογέητο παιδί της. Είναι σημάδι για να ντιτζεηθώ, σκέφτηκα και έριξα ντόρτια. Στην άλλη άκρη της γραμμής ο Καλίν (θα έκανα την εισαγωγή για τον Καλίν στην προηγούμενη πρόταση αλλά προτίμησα να βάλω τα ντόρτια. Είναι ιδιοκτήτης νυχτερινού καταστήματος στο οποίο έχω εκτελέσει χρέη ντιτζέη κατά καιρούς) δέχτηκε για το ερχόμενο Σάββατο. Υπέροχα! Ερχόταν το βράδυ που θα βλέπαμε τα παιδιά της νύχτας να τραγουδούν και να χορεύουν. Το μέρος ήταν γνωστό ως απαρταμέντ και ουσιαστικά ήταν ένα διαμέρισμα το οποίο εκτελούσε χρέη νάιτ κλαμπ. Κρεβατοκάμαρες και κουζίνες δεν υπήρχαν απλά δωμάτια με πολύ χώρο για χορό, λίγα έπιπλα, λίγος αλλά καλός κόσμος (καθώς δεν ήταν το πλέον δημοφιλές μέρος) και στους τοίχους φιλοξενούνταν ζωγραφιές και γλυπτά μοντέρνας τέχνης από άγνωστους ντόπιους καλλιτέχνες. Σε γενικές γραμμές υπέροχο. Αισθανόμουν ότι επιτελώ θείο έργο. Αλήθεια. Για τους βρυκόλακες θα έπαιζα. Όχι για να ακούσω Coil σε κλάμπ και μάλιστα πέντε έως δέκα τραγούδια τους. Ποιος είπε τέτοιο πράγμα;

Ξεκίνησα λοιπόν την προετοιμασία μου για τη μαγική βραδιά, τηλεφώνησα στα κατάλληλα πρόσωπα, έφτιαξα μια αφίσα την οποία σας παραθέτω (γιατί εμείς μιλάμε με στοιχεία), έκαψα δεκαπέντε δισκάκια για να μην κουβαλάω το σωρό, έβγαλα την αφίσα σε φωτοτυπίες και τις τοποθέτησα σε όλο το κέντρο και σε μερικά πανεπιστήμια να τη δουν οι βρυκόλακες, τα πιράνχας, οι λύκοι, οι νυχτερίδες, οι καρχαρίες, οι αρουραίοι και ότι άλλο νυκτερινό σιχαμένο ουσταποδώ υπάρχει εκεί όξω και τέλος, έκανα δυο ώρες ζεν για ψυχολογική υποστήριξη. Σάββατο. Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται λένε και έξω έβρεχε. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και το τηλέφωνο άρχισε να σείεται. Ο Καλίν με ειδοποιούσε ότι το μαγαζί θα σταματούσε να λειτουργεί γιατί ο ιδιοκτήτης του κτιρίου, εβραίος στην καταγωγή και ποιος ξέρει με τι βρωμερά κίνητρα, αποφάσισε να ανοίξει εμπορικό κέντρο στο μέρος αυτό. Μα τις χίλιες αρκούδες! Οι εβραίοι δε με αφήνουν να κάνω το κέφι μου. Ουουουου εξακόσα εξήντα έξι ουουουουου. Τα ουρλιαχτά των τρωκτικών αρχίζουν να καλύπτουν κάθε άλλο θόρυβο στην πόλη. Κατάλαβαν τι έγινε και βγήκαν στους δρόμους. Μα... είναι πρωί, το φως θα τους σκοτώσει, μηηηηηηηη! Καταραμένοι εβραίοι, που θα μου πάτε, κάποια μέρα θα βρω το δρόμο για το εβραιοχωριό σας και θα διαλύσω τα μανιτάρια σας.

Friday, October 13, 2006

Η Κύπρος είναι Κινέζικη

Περίμενα ένα βράδυ το λεωφορείο στο σταθμό της Θεσσαλονίκης διαβάζοντας ένα ηλίθιο περιοδικό, απ’ αυτά της αναμονής, ώσπου παρατήρησα ένα Κινέζο που κοιμόταν δίπλα μου. «Πώς λαγοκοιμούνται οι Κινέζοι», αναρωτήθηκα. «Γιατί είναι τόσοι πολλοί»; Αφήστε την Κύπρο ήσυχη ρε και ελάτε ένας ένας να σας σφάξω όυλους. Το ξέρω ότι ήδη τρέμετε. Κι εγώ μια μέρα βρίζοντας τη φάτσα μου στον καθρέφτη, έχεσα τις κάλτσες μου. Για καλή μου τύχη όμως ήταν καφέ χρώματος και δε λερώθηκαν. Τρελή πατέντα την οποία πούλησα στην τηλεμάρκετινγκ και έβγαλα εξίσου τρελά γκαφρά τα οποία εξαργύρωσα αμέσως σε πασατέμπο. Την ψυχή μου όμως πώς θα την καθαρίσω; Στην τελευταία μου εξομολόγηση, ο ιερέας πριν με βιάσει με έβαλε να καταπιώ ένα μπουκάλι τουμποφλό ο οποίος (ο μποφλός) το παρέδωσε αδιαμαρτύρητα ο παλιοκαριόλης. Το αποτέλεσμα ήταν να κλάνω μπουρμπουλίθρες ασταμάτητα. Για καλή μου τύχη πάντως πράκτορες της Σία Ειέη ήταν κοντά και με φτερά στα πόδια με μετέφεραν με υποβρύχιο στο πλησιέστερο νοσοκομείο πριν καν προλάβω να πω το πάτερ ημών ανάποδα στα αρχαία ισλανδικά. Στην αρχή ήταν πολύ βαρετά οπότε αποφάσισα να πλέξω πουλόβερ για το Βαγγέλη, ένα πανέμορφο και συνάμα υπέρτριχο κύπριο ινδουιστή μοναχό που αποφάσισε να συνεχίσει την ιεραποστολή του στην Αλάσκα. Μετά ήρθε ο ξαδερφός μου ο Θανάσης στο νοσοκομείο και μου έφερε λουλούδια. Η απροσδόκητή του επίσκεψη με κατέπληξε και τα λουλούδια ήταν πανέμορφα μέχρι τη στιγμή που έκανα τα λάθος και τα δοκίμασα. Ήταν εντελώς άνοστα, γι αυτό του πέταξα την πάπια μου στο πρόσωπο. Ο πούστης όμως έσκυψε έγκαιρα και η πάπια βγαίνοντας από το ανοιχτό παράθυρο έκανε μια βόλτα πάνω από την πόλη, αγόρασε ένα παντελονάκι για 189 μόνο ευρόπλα και μές την ευτυχία της έπεσε πάνω στο Φοίβο και τον πότισε με τα ούρα μου μα και έμπνευση. Με τα μαλλιά του κίτρινα από τα υγρά προϊόντα της πρωινής μου απέκκρισης, επέστρεψε στο άνδρο του όπου και συνέθεσε ένα άσμα για την Δέσποινα Βανδή. Δε μπορώ να σας αποκαλύψω ποιο τραγούδι είναι, σας λέω μόνο ότι το ρεφρέν του αποτελείται από δύο (2) μόνο γράμματα. Μ’ αυτήν του την κίνηση δημιούργησε σχολή στο χώρο της εμπορικής μουσικής με καλύτερους μαθητές του τους Cannibal Corpse οι οποίοι χωρίς βέβαια να φτάνουν το μεγαλείο του Λούντβιχ Βαν Φοίβου, κατάφεραν να κυκλοφορήσουν καμιά δεκαριά δίσκους με μοναδική φράση που τραγουδιέται (λέμε και καμιά μαλακία να γεμίσει το άρθρο) να είναι η εξής: Γουρ, γουρ, γουρ. Θεοί! Ιδιαίτερα το ντεμπούτο τους σπέρνει! Τα σεντόνια μου όμως παραμένουν κίτρινα και το σύνθημα που βλέπετε στον τίτλο του διηγήματος είναι χαλαρά το καλύτερο σύνθημα όλωνε των εποχώνε. Γαία!