un bee liver

Un Bee Liver. A surreal approach to the roach of all aproaches.

Name:
Location: Αααααααααααααααααχ, Βααααααααααααααααχ

Όταν και αν ποτέ καταλάβω τι συμβαίνει about me ίσως και να σας ενημερώσω

Friday, June 15, 2007

Nothing to do

NothingToDo Projekt

Sunday, December 31, 2006

Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Αγία Νάπα







Σαν βγείς στον πηγαιμό για την Αγία Νάπα




Να εύχεσαι νά’ ναι μακρύς ο δρόμος




Γεμάτος λακούβες, γεμάτος τροχονόμους




Έναν για κάθε λακούβα




Αλκοτέστ και τεστ εγγυημοσύνης




Σε κοινό πακέτο




Δύο σε ένα




Ζήτω η ανοιχτή αγορά




Όλος ο κόσμος μια παρέα




Η χώρα μας όμως γιατί είναι μισή;




Δύο τρίτα πλην ένα τέταρτο




Και ένα τέταρτο δρόμο πιο πέρα...




Ο σουβλατζής




Καλησπέρα κύριε, για Αγία Νάπα καλά πάω;




Απ’ όλα θέλετε στο κρουασάν;




Θέλω δύο με γέμιση καπνιστού περιστεριού και μαρμελάδα μπάμια




Και ένα κεράκι, να κάνω μια ευχή




Μπας και αναστηθούν κάποια μέρα τα κακόμοιρα τα περιστεράκια




Ο Λάζαρος καλύτερος ήταν;




Πάντοτε στο νου σου νά' χεις την Αγία Νάπα.





ΥΓ: Αφιερωμένο σε κάθε φίλο, κάθε σκύλο και κάθε εξωγήινο που γνώρισα από το ανατολικότερο νησί της μεσογείου...

Friday, December 15, 2006

Έρχονται οι γιορτές


Δυο βδομάδες ακόμα και έφτασαν. Έρχονται από παντού και πάνε παντού. Συνοδεύονται από πολύχρωμα φωτάκια, χοντρούς κόκκινους αγιοβασίληδες, διακοσμημένα κομμένα ή ψεύτικα δέντρα και χριστουγεννιάτικα τραγουδάκια. Σάντα Κλάους ιζ κάμινγκ του τάουν. Καβάλα στους ταράνδους του παραδίδει στα παιδάκια του κόσμου (που είναι τώρα όλα τους χαρούμενα μιας και έκλεισαν τα σχολεία) τα δώρα τους. Το χριστουγεννιάτικο πνεύμα φωτίζει τις καρδιές μας και ξυπνά μέσα μας το παιδί που τον υπόλοιπο χρόνο βρίσκεται σε νάρκωση. Το παιδί λοιπόν που μόλις ξύπνησε και σε μένα ρωτά. Καλέ μου αγιοβασίλη, στο δικό μου το σπιτάκι δεν έχουμε τζάκι παρά μόνο αυτό το άψυχο καλοριφέρ. Θα καταφέρεις άραγε να περάσεις από τους σωλήνες και να αφήσεις και σε μένα το δώρο μου ή να κάνω μια τρύπα στο ταβάνι για κάθε ενδεχόμενο;

Tuesday, December 12, 2006

Unbeeliverable σκιτσάκια



Ευχαριστώ πάρα πολύ το φίλτατο Weedfinder General για την εκπληκτική του δουλειά. Για περισσότερα τσεκ άουτ(ς) τη σελίδα του: http://www.myspace.com/weedfinder_general

Tuesday, December 05, 2006

Ο πρωκτός της αμοιβάδας Ι

Γνωρίζατε ότι οι αμοιβάδες, υπηρέτες του βασιλίου των Πρωτίστων είναι μερικά από τα πλέον πρωτόγονα είδη ζωής; Το μέγεθός τους κυμαίνεται από 0,25 έως 2,5 μιλιμέτρα και η εξωτερική τους επιφάνεια αποτελείται από λεπτή κυτταρική μεμβράνη η οποία τους δίνει την ικανότητα να δημιουργούν ψευδοπόδια από οποιοδήποτε μέρος του σώματός τους για να προσλάβουν την τροφή τους την οποία "τυλίγουν" σε μικρά κυστίδια αποτελούμενα από την ίδια μεμβράνη η οποία κατάπιε την τροφή. Εκεί πεπτικά ένζυμα διασπούν την τροφή σε μικρότερες χημικές ενώσεις οι οποίες διαχύονται κατόπιν στο κυτταρόπλασμά της. Τα απομεινάρια εκκρίνονται στο εξωτερικό περιβάλλον με παρόμοιο τρόπο με τον οποίο εισήλθαν. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε πως κάθε μέρος της εξωτερικής επιφάνειας του σώματός τους μπορεί να παίξει το ρόλο του στόματος ή του πρωκτού ανάλογα με τις απαιτήσεις του οργανισμού. Έχοντας τη γνώση των παραπάνω μπορούμε πλέον να κατανοήσουμε και την πραγματική ουσία της έκφρασης "πίπα κώλο".

Ο πρωκτός της αμοιβάδας ΙΙ


Προχθές το βράδυ ερωτοτροπούσα με μία νταρντάνα αμοιβάδα και στην απεγνωσμένη μου προσπάθεια να προσδώσω λίγη περισσότερη ποικιλομορφία στην πράξη στην οποία οφείλω ακόμα και την ίδια μου την ύπαρξη, η αμοιβάδα μου είπε "όχι, όχι από εκεί" !!

Tuesday, November 21, 2006

Σπάιντερμαν ΙΙΙ, βέρσους Βένομ





Πάραμαουντ πίκτσερς (ή κάποια άλλη αντίστοιχη πολυεθνική που ρουφάει σα βρικόλακας το αίμα της Αφρικής) πράουντλι πριζέντς... Σπάιντερμαν ΙΙΙ, βέρσους Βένομ!

Το έτος: 1980
Το μέρος: Λονδίνο, σε κάποιο κλειστό χώρο τεράστιας περιεκτικότητας, κατεκλεισμένο κυριολεκτικά από νεαρής ηλικίας κυρίως ανθρώπους οι οποίοι εμφάνιζαν ποικιλόμορφες αντιδράσεις κατά τη διάρκεια της αναμονής για την έναρξη κάποιου (προφανώς σημαντικού γι αυτούς) γεγονότος. Το σκότος είχε την τιμητική του εκείνη τη βραδιά και πράγματι, μπορούσε κανείς να δει εκφάνσεις του σχεδόν παντού, στον κλειστό αυτό χώρο. Στις σκέψεις των ανθρώπων που ούρλιαζαν σαν να μην υπάρχει αύριο, στην ενδυματολογική τους αισθητική που έκανε ορθόδοξη κηδεία να θυμίζει πανηγύρι και κυρίως στην σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη φωτισμού που καθιστούσε τη σκιαγράφηση του οικοδομήματος αδύνατη. Μια φωνή όμως από τα μεγάφωνα στάθηκε αρκετή για να σιωπήσει (έστω και προσωρινά) το βρυχηθμό του κτήνους που αγωνιούσε για τη συνέχεια. Λέηντις εντ τζέντλεμεν, φρομ δε βέρι ντεπθς οφ χελ... Βένομ! Τα επακόλουθα είναι εξωπραγματικά και παρακαλούνται οι καρδιακοί (να χρησιμοποιήσουμε και λίγη μπασκετική ορολογία) να σταματήσουν την ανάγνωση προς αποφυγήν επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας τους. Και πως να μην επιδεινωθεί η κατάσταση τη στιγμή που οι αναγεννημένοι τέσσερις (4) ιππότες της αποκάλυψης εξαπολύουν ηχητική επίθεση-προάγγελο της επικείμενης καταστροφής. Μέσα από φλόγες και καπνούς λοιπόν, εμφανίστηκε ο Κρόνος (γνωστός και ως ρέημπιντ κάπτορ οφ μπέστιαλ μαλέβολενς) στο ηλεκτρικό μπάσο και τις κατάρες, ο Μάντας (με αντίστοιχο καλλιτεχνικό (γκουχ γκουχ) ψευδόνυμο (δε θα τό’ λεγα παρατσούκλι) –πρόταση που υποδηλώνει κακία, μίσος, σατανισμό, καταδίκη, καταστροφή, ουρολαγνεία και τρίξιμο οδόντων) στην κιθάρα και την εκτροφή μεταλλαγμένων τζιτζικιών, ο Άμπαντον στα κουζινικά και τα τύπμανα και η Λούλου, το μάυρο πεκινουά του Άμπαντον στα δεύτερα γαυγίσματα. Το ανομοιογενές κοινό τότε βρέθηκε σε αλλοπρόσαλη κατάσταση καθώς τα μάγια (όπως και τα ίνκας) του Κρόνος φάνηκαν να πιάνουν τόπο. Μέσα σ’ αυτή την ανθρώπινη μάζα που μόλις είχε αρχίζει να συντονίζεται με τους παλμούς των μπασογραμμών και τα προκαταρκτικά παιχνίδια του κουταλιού με την κατσαρόλα, κάποιο καλά εκπαιδευμένο μάτι θα μπορούσε να εντοπίσει μεταλλάδες, πάνκηδες, καμιά δεκαριά καμένους γκοθάδες που μύρισαν θάνατο και ακολούθησαν αλλά μάλλον διάλεξαν λάθος πύλη, και γενικά ότι είδους φρικιό κυκλοφορούσε στην περιοχή. Καθώς ο ένας σατανικός ύμνος διαδεχόταν τον άλλο, η κόλαση πλησίαζε με βήμα γοργό. Με μάτια που έφτυναν φλόγες ο Κρόνος άρχισε να παροτρύνει το κοινό να παραδώσει την ψυχή του στους θεούς του ροκ εντ ρολ. Σε θεούς μαυρόψυχους, σκοτεινούς και κακόβουλους. Το άβουλο κοινό πράττει όπως διέταξαν οι βαρώνοι του σκότους και η δύναμη των κάτω θεών γίνεται μεγαλύτερη. Οι τέσσερις καβαλάρηδες εκπληρώνουν την αποστολή τους. Να φέρουν επί της γης τη μάχη που θα κρίνει τα πάντα. Λίγες ακόμα συναυλίες και οι θεοί του σκότους θα επανέρχονταν στην επιφάνεια. Λίγες ψυχές ακόμα...

Απότομη μεταφορά στο αμέρικα. Ο Σπάιντερμαν είναι κολλημένος στον τοίχο μιας πολυκατοικίας 30 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της γης και παίρνει μάτι δυο λεσβίες που ερωτοτροπούν. Ήταν μπλεγμένες σε μια μαθηματική εξίσωση που επέτρεπε ωστόσο την επίτευξη του στόχου τους που δεν ήταν άλλος από τη μέγιστη ηδονή. Η μάσκα του Σπάιντερμαν στην ευρύτερη περιοχή του στόματος φαινόταν υγρή. Σίγουρα έτρεχαν τα σάλια του. Ξαφνικά (χρησιμοποιώ τη λέξη αυτή συχνά – θέλω να προσδώσω χόλιγουντ αισθητική με γρήγορη πλοκή και συνεχείς ανατροπές για να καλυφθεί απ’ τα μάτια του θύματος-ακροατή η έλλειψη ουσίας), ξαφνικά, ξαφνικά καθώς οι δύο ερωμένες απελευθέρωναν τις έως τότε καταπιεσμένες από το φόβο της κοινωνικής κατακραυγής κραυγές τους, η σπάιντερσένς άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Γουάτ δε χελ; Τι συμβαίνει; Κοιτάζει από ‘δω, κοιτάζει από ‘κεί, πάνου, κάτου, μέσα, όξω, τίποτις (πρόταση για νόμπελ αναμφισβήτητα)! Η σπάιντερσένς όμως συνεχίζει να κουδουνίζει. Ο ήρωάς μας τότε θυμήθηκε τα λόγια του αδικοχαμένου (σνιφ, κλαψ, λυγμ) θείου του που του είχε πει να είναι πάντα προσεκτικός και ότι η αλήθεια δεν βρίσκεται πάντα στην επιφάνεια (αμέρικαν φάμιλι βάλιους – τρομερό κόνσεπτ – συγκινήθηκα – είμαι σίγουρος πως κι εσείς το ίδιο). Παρά το φλας μπακ όμως, ο Σπάιντερμαν δε μπορούσε να βγάλει άκρη. Αποφάσισε να επιστρέψει στο μπανιστήρι παρά τις προειδοποιήσεις. Τότε ως δια μαγείας ήταν όλα ξεκάθαρα. Ο κούκος βγήκε δυο φορές από την ξύλινη φωλίτσα του υποδηλώνοντας ότι ο χρόνος που του έμενε είναι λίγος. Μόνο δύο μέρες. Αλλά δύο μέρες για τι; Δίπλα ακριβώς από το ρολόι υπήρχε μια μαύρη αφίσα με μοναδικά διακριτά σημεία ένα χρυσό κύκλο με μια εξίσου χρυσή πεντάλφα να ενώνει τις γωνίες της μαζί του και μέσα στην πεντάλφα το σχεδιάγραμμα μιας γνωστής τραγοκεφαλής. Πάνω από το σχέδιο αυτό βρισκόταν το λογότυπο των βένομ που προειδοποιούσαν: γουέλκαμ του χελ. Το χαμένο κομμάτι του παζλ ευρέθη! Το σχέδιο των δαιμονικών βένομ ήταν ξεκάθαρο όπως επίσης ξεκάθαρο ήταν ότι το σχέδιο αυτό έπρεπε να αποτύχει. Φορ δε σέηκ οφ ολ μανκάιντ. Πετάχτηκε από το τυροπιτάδικο να φάει μια μπουγάτσα γιατί τον είχε κόψει η λόρδα και κατόπιν κατευθύνθηκε προς το αεροδρόμιο, στην άλλη άκρη της πόλης. Η Νέα Υόρκη είναι πάντα πανέμορφη όταν τη διασχίζεις ενώ κρέμεσαι από ιστούς που άφησες να εκτοξευτούν από τα χέρια σου και σου επιτρέπουν να ταξιδεύεις όσο γρήγορα θέλεις χωρίς εμπόδια. Καθώς πλησίαζε προς το αεροδρόμιο πέρασε από ένα δρόμο που τις νύχτες χρωματίζεται από τα φορέματα των ιερόδουλων που βγάζουν το νυχτοκάματό τους. Ο (μονίμως μπάκουρας) Πίτερ τότε κατέβασε λίγο την παρδαλή του φόρμα και επέτρεψε στις πολύχρωμες φίλες του να χαζέψουν στα πεταχτά το καυτό του κωλαράκι. Οι φωνές και τα σφυρίγματά τους του έδωσαν κουράγιο οπότε σε λίγα λεπτά ήταν κολλημένος στο φτερό ενός αεροπλάνου της «σούπερμαν έργουεης» τυλιγμένος σε ιστό. Θύμιζε μούμια και ήταν κάπως αστείο αλλά ήταν σίγουρα καλύτερο από το να πληρώσει εισητήριο. Το ταξίδι ως το Λονδίνο ήταν άθλιο με αποκορύφωμα τη στιγμή που ένας γλάρος τράκαρε στο κεφάλι του λίγο πριν την προσγείωση. Είχε φτάσει όμως και μάλιστα τζάμπα. Μην ξεχνάμε πως είναι σχεδόν άνεργος. Στην αγγλική πρωτεύουσα πλέον, ξόδεψε τις πρώτες ώρες του χαζεύοντας τα αξιοθέατα. Ήταν η πρώτη φορά που επισκεπότοταν την γηραιά αλβιόνα και ευχόταν να το έκανε με την ιδιότητα του τουρίστα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα σ’ αυτόν τον κόσμο.


Το Λονδίνο του άφησε πολύ καλές εντυπώσεις αλλά ο λόγος που βρισκόταν εκεί ήταν άλλος. Έπρεπε να σώσει την ανθρωπότητα από τους Βένομ. Για να το κάνει όμως αυτό έπρεπε πρώτα να τους βρει. Δε θα ήταν δύσκολο καθώς υπήρχαν ήδη πολλοί νέοι που είχαν παραδώσει τις ψυχές τους στους θεούς του κάτω κόσμου και κυκλοφορούσαν στους δρόμους με μπλούζες με το λογότυπο του καταραμένου συγκροτήματος. Κάποιος θα βρισκόταν να του δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες. Δε μπορούσε όμως να ρωτάει τους ανθρώπους πίσω από τη μάσκα του Σπάιντερμαν. Έβγαλε από το τσεπάκι του το εγχειρίδιο με τα ξόρκια και ξεφώνισε τα μαγικά λόγια (γκχνφλλστρκτσα βτ μέξφμρπρτς α χλπτρς αήγκ φιορδ – σας παραθέτω και το ξόρκι γιατί, όπως έχει προαναφερθεί άλλωστε, εμείς μιλάμε με στοιχεία) που τον μετέτρεψαν σε Πίτερ Πάρκερ. Ξεχύθηκε κατόπιν στους λονδρέζικους δρόμους και έψαχνε στοιχεία και πληροφορίες που θα τον οδηγούσαν στον τόπο της συναυλίας. Όσο πιο πολύ μιλούσε με κόσμο τόσο πιο πολύ εκνευριζόταν με τους άγγλους και με το χυδαίο τρόπο με τον οποίο εξευτελίζουν την αμερικανική γλώσσα. Φορτισμένος με αρνητική ψυχολογία λοιπόν, έφτασε στον τόπο που θα εμφανίζονταν οι Βένομ και αγανάκτησε ακόμα περισσότερο με την ανταπόκριση της νεολαίας στο σατανικό κάλεσμα. Της πουτάνας γινόταν! Λίγα λεπτά μετά η συναυλία είχε αρχίσει και εκκωφαντικοί θόρυβοι προσπαθούσαν να γκρεμίσουν το οικοδόμημα που στέγαζε το γεγονός. Ο Σπάιντερμαν δε θα έμπαινε από την πόρτα. Σκαρφάλωσε σαν κατσούλι πάνω στους τοίχους και έφτασε στην οροφή όπου βρήκε ένα παραθυράκι που θα τον έβαζε μέσα τσάμπα. Το θέαμα ήταν φρικτό! Νέοι μαζί με τους δικηγόρους τους υπέγραφαν συμβόλαια αιώνιας αφοσίωσης στο Σατανά και οι Βένομ από το πάλκο να σπέρνουν τον πανικό. Ο Σπάιντερμαν δεν μπορούσε να επιτρέψει να συνεχιστεί αυτό το αίσχος. Έκοψε τα κεντρικά καλώδια και ταυτόχρονα έκοψε και το «κάουντες μπάθορι» στη μέση ο μαλάκας. Μετά πήδηξε στη σκηνή και έριξε μπουνιά στη μούρη του Μάντας. Ο τελευταίος τότε τα πήρε στο κρανίο και του έριξε την κιθάρα στο κεφάλι. Ζαλισμένος ο Σπάιντερμαν, έπεσε στο πάτωμα γιατί η κιθάρα ήταν πολύ πολύ χέβι (ιδίως για την εποχή). Με τις χορδές της ίδιας κιθάρας, ο Μάντας τον έδεσε και άρχισε να τον κατουράει και να τον βρίζει. Το μόνο που κατάφερε να κάνει ο αμερικανός υπερήρωας ήταν να εκτοξεύσει ιστό στο πρόσωπο του Κρόνος ο οποίος ετοιμαζόταν να ξεστομίσει κατάρες και μπλακ μάτζικ ξόρκια. Στο καπάκι, σκάει μύτη και ο Άμπαντον που επωφελήθηκε από τη διακοπή του ρεύματος και πήγε για χέσιμο. Όταν γύρισε είδε το Σπάιντερμαν δεμένο με την πλάτη γυρισμένη και τους άλλους δύο να του βαράνε κλωτσιές. Αμέσως, κατέβασε το παντελόνι του Σπάιντερμαν και του έβαλε κωλοδάχτυλο, σχετικά εύκολα παρεπιπτόντως, αλλά η αμοιβή του ήταν μια γερή κλωτσιά στη μούρη που τον έριξε κάτω αναίσθητο και με μερικά δόντια σπασμένα. Το κωλοδάχτυλο τον εκνεύρισε σε τέτοιο βαθμό που κατάφερε να σπάσει τα δεσμά του με ένα υπεράνθρωπο σφίξιμο. Τού’ φυγε και μια τρελή κλανιά με παραπονιάρικο ήχο και ο Κρόνος διπλώθηκε στο πάτωμα από τα γέλια. Ο Σπάιντερμαν δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Σήκωσε τον Κρόνος ψηλά και τον έριξε πάνω στο κεφάλι του Μάντας σωριάζοντάς τους στο πάτωμα. Αφού τους τύλιξε σε ιστό έβγαλε από το τσεπάκι του (είναι σε φάση σπορτ Μπίλι, χωράει μέσα τα ρούχα του, φωτογραφική μηχανή, βιβλία, τσατσάρα, το πρωινό του...) τη φωτογραφική του μηχανή για να πουλήσει τις φωτογραφίες στο αφεντικό του στην εφημερίδα. Μοιραίο λάθος! Μοιραίο γιατί έδωσε την ευκαιρία στη Λούλου (την κρατούσα για το τέλος) να γραπώσει ολόκληρο (!) το γεννητικό του σύστημα στα σαγόνια της και να σφίγγει, να σγίγγει... Πριν προλάβει να αντιδράσει ο Σπάιντερμαν, το τέτοιο και τα τέτοια του ήταν εντελώς αποκομμένα από το υπόλοιπο σώμα του αφήνοντας τον να ουρλιάζει από τον πόνο. Δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του άλλο και άφησε το κορμί του να πέσει προς τα μπρος. Λίγα λεπτά μετά άφησε και την τελευταία του ανάσα κατουρημένος, αιμόφερτος και ευνουχισμένος. Το θριαμβευτικό γαύγισμα της Λούλου αφύπνησε τους υπόλοιπους τρεις, τράβηξαν κάτι γραμμούλες να στρώσουνε, άλλαξαν τα καλώδια και συνέχισαν τη συναυλία. Το κοινό ήταν ακόμη εκεί, μόνο οι δικηγόροι είχαν φύγει και η συναυλία θα έμενε για πάντα στην ιστορία. Οι Βένομ θριάμβευσαν, οι δυνάμεις του σκότους μαζί τους, το κουφάρι του Σπάιντερμαν διαμελίστηκε και τα μέλη του δόθηκαν στο κοινό με αυτόγραφα πάνω τους ως αναμνηστικά από τη συναυλία, στο Λονδίνο ο εωσφόρος άπλωνε τα φτερά του πάνω από την πόλη και έζησαν όλοι καλά κι εμείς καλύτερα.

Wednesday, October 25, 2006

An XXX File

Ο καιρός πολλές φορές παίζει παράξενα παιχνίδια, όλοι μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε. Η ξαφνική άνοδος της θερμοκρασίας ήταν ιδανική για κάθε ερωτευμένο που μπορούσε να βγει από το σπίτι χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε κάποιο άθλιο κέντρο νυχτερινής διασκέδασης. Ο Βλαδίμηρος και η Τιτίκα αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν την απρόσμενη καλοκαιρία της οκτωβριανής νύχτας και βγήκαν για μια βόλτα στο πανέμορφο λιμάνι των Χανίων. Ήταν μασάνυχτα και οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι. Οι θόρυβοι της πόλης ήταν εξαφανισμένοι και η ατμόσφαιρα ήταν ειδυλλιακή. Κάθισαν σε ένα παγκάκι μπροστά από τη θάλασσα και άκουγαν τη μάχη του ανέμου με τα κύματα για το ποιος θα ακουστεί περισσότερο. Ο Βλαδίμηρος της έπιασε το χέρι και η Τιτίκα του έπιασε το πόδι και το μάτι. Θα θυσίαζαν οτιδήποτε για να κρατούσε η στιγμή αυτή για πάντα. Κοιτώντας το φεγγάρι που φάνταζε πανίσχυρο στον ελλειπή από σύννεφα ουρανό έκλασαν ταυτόχρονα, σε σολ δίεση ο Βλαδίμηρος και σε καθαρή σολ η Τιτίκα. Τα τσάκρα τους ήταν πλέον ενωμένα με ισχυρούς πεπτιδικούς δεσμούς και κανένα ένζυμο δεν μπορούσε πλέον να καταλύσει τον έρωτά τους. Δυο μπάτσοι πέρασαν δίπλα τους, αγκαλιασμένοι κι αυτοί. Ήταν αναμφισβήτητα μια ερωτική βραδιά. Τα γουρούνια έκατσαν στο διπλανό παγκάκι, έβγαλαν τα ρούχα τους και άρχισαν να γλύφονται δίχως να ενδιαφέρονται αν κάποιος τους κοιτά. Ο Βλαδίμηρος εκνευρίστηκε, σηκώθηκε από το παγκάκι και κατεθύνθηκε προς το μέρος τους να τους ζητήσει να φύγουν. «Μπορείτε να πάτε σε κάποιο ξενοδοχείο να συνεχίσετε, δεν έχουμε καμία όρεξη για τέτοιο θέαμα» είπε. Η απάντηση των μπάτσων ήταν άμεση και δύο σφαίρες ράγισαν την καρδιά του κακομοίρη Βλαδίμηρου. Ήταν μόλις 22 χρονών. Οι πυροβολισμοί όμως ανησύχησαν τους γείτονες οι οποίοι τηλεφώνησαν στην αστυνομία και στο έφμπι άη. Οι δυνάμεις της Ελ.Ας έφτασαν αμέσως και ενώθηκαν με τους πρωτεργάτες της τσόντας δημιουργώντας ένα υπερπλήθες σύνολο γυμνών κορμιών (κατά κανόνα αντρικών) που έδιναν και δέχονταν έρωτα με κάθε πιθανό συνδυασμό. Δυο ώρες μετά έφτασαν στο σημείο αυτό ο Μώλντερ και η Σκάλλυ οι οποίοι είδαν την Τιτίκα να στέκει αμήχανα και να κοιτά το αλλοπρόσαλο θέαμα με δάκρυα στα μάτια. Το πτώμα του αγαπητικού της μπροστά από το γαμόλοφο κειτόταν νεκρό, το αίμα του χυνόταν στη θάλασσα ενώ οι κραυγές της ηδονής των μπάτσων δεν άφηναν κανέναν άλλο ήχο να έρθει στην επιφάνεια. Η Ντέηνα Σκάλλυ τότε ρώτησε την Τιτίκα εάν είχε στο παρελθόν εμπειρίες απαγωγής από εξωγήινα νοήμονα όντα. Ο Μώλντερ όμως ήταν πεπεισμένος ότι το συμβάν δεν είχε προκληθεί από εξωγήινους αλλά από το φάντασμα κάποιου που δεν μπορούσε να πάει στον παράδεισο πριν εκδικηθεί τον άδικο θάνατό του. Για μια ακόμα φορά ο πράκτορας Φοξ Μώλντερ είχε δίκιο. Η Τιτίκα είχε δολοφονήσει τη γιαγιά της με ένα κοκοφοίνικα μπροστά από το τζάκι του σπιτιού τους γιατί δεν της έλεγε παραμύθια όπως λένε όλες οι καλές γιαγιάδες στις αμερικάνικες ταινίες. «Μα, ο θάνατος του Βλαδίμηρου δεν έχει σχέση με τη γιαγιά μου. Οι μπάτσοι τον έφαγαν» είπε η Τιτίκα στους έφμπι αηκούς πράκτορες. Ο Μώλντερ τότε της έριξε μια ανάποδη που την έστειλε μέσα στη θάλασσα, πήρε τη Ντέηνα από το χέρι και ενώθηκαν με το σωρό των μπατσογκρικλόβερς οι οποίοι συνέχιζαν ακάθεκτοι να ερωτοτροπούν. Καθώς λοιπόν οι γνωστοί πράκτορες με κλειστά τα μάτια απολάμβαναν στο έπακρο της ηδονές της μπατσογαμίας μία λάμψη έκανε τη νύχτα μέρα και ένα διαστημόπλοιο ανέσυρε την Τιτίκα από τη θάλασσα μέσα σε μια ακτίνα φωτός. Ποιος ξέρει τι είδους φρικτά πειράματα θα έκαναν στο ήδη ταλαιπωρημένο κορίτσι, ποιος ξέρει αν θα την επέστρεφαν ποτέ στη γη μας. Άλλη μια κοπέλα έγινε θύμα απαγωγής από τους καταραμένους εξτρατερέστιαλς, άλλος ένας κακομοίρης πυροβολήθηκε από μπάτσους χωρίς να αποδοθούν κατηγορίες σε κανέναν και άλλη μια εντελώς μαλακισμένη ιστορία από μένα. Αυτή τη φορά όμως η μαλακία έχει ξεπεράσει κάθε όριο, αρχίζω και φοβάμαι...

Tuesday, October 24, 2006

Γιατί;

Γιατί Θεέ, γιατί; Γιατί ρε γαμώ το; Γιατί ρε Θεέ, γιατί ρε Βούδα, γιατί ρε Αλλάχ, ρε Γιαχβέ; Άμον Ρα, Όσιρη, γιατί; Τι έφταιξα ρε; Γιατί Αθηνά; Γιατί Απόλλωνα, Πάνα, Ερμή, Δία, Ήρα, Όντιν, Σίβα, Θωρ και Βελζεβούλ, γιατί ρε Κρίσνα; Κάλι, ούτε εσύ; Κανένας ρε γαμώ το; Κανένας Θεός, Τιτάνας, Διάολος κανείς ρε; Πού είστε ρεεεεεεεεεεε; Εμφανιστείτε ρε άμα έχουτε αρχίδια. Δεν πρόκειται όμως! Γιατί δεν υπάρχουτε ρε! Κανείς σας δεν υπάρχει. Μόνο οι Μάνογουορ υπάρχουν! Μόνο οι Μάνογουορ είναι αληθινοί. Άδερ μπαντς πλέη, μάνογουρ κιλ! Και όχι μόνο κιλ αλλά κιλ γουίθ πάουερ, ντάη ντάη ντάη!

Ποιος είναι αυτός ο ήλιος;

Ο ήλιος για άλλη μια φορά ξεπρόβαλε απ’ την πλευρά που μας είχε συνηθίσει, στην ώρα που μας είχε συνηθίσει και όλα φαίνονταν πως θα έχουν μία φυσιολογική έκβαση. Κάτι μέσα μου όμως (ίσως το μητρικό μου ένστικτο, ίσως ο Πακιστανός που ξέχασα χθες το βράδυ στα βάθη του πρωκτού μου να παριστάνει τον Ζακ Υβ Κουστώ, ίσως ο φύλακας άγγελός μου, ίσως ο Τζον Μπον Τζόβι ο οποίος πάντα έχει μια θέση στην καρδιά και τα όνειρά μου) μου έλεγε πως θα ζούσα κάτι διαφορετικό. Πως όμως και που, δε μου είπε κανείς. Κανείς ρε γαμώ το. Βγήκα λοιπόν έξω, πήρα τους δρόμους και τα βουνά, λιβάδια και λαγγάδια, πορτοκαλαιώνες, στέππες και τούνδρες μέχρι που την πάτησα. Ήταν εκθαμπωτική, ξανθιά, προκλητική χωρίς να καταντά χυδαία, έξω καρδιά, μέσα σπληνάντερα, πιο πέρα ένας θεός ξέρει. Γλίστρισα όμως και την καταράστηκα. Ποιος παλιάνθρωπος πετάει τις μπανανόφλουδες όπου βρει; Ποιος ευθύνεται για την τρύπα του όζοντος και ποιος για την πτώση του χρηματιστηρίου; Για τις ηθικές αξίες δε θα μιλήσω. Όχι. Όχι στην ίδια σελίδα που υπάρχει ο Μπον Τζον Μπόβι! Ου ουουου, σι’ζ ε λιτλ ράναγουεη.

Ο ήλιος στεκόταν στο θρόνο του και με κοιτούσε χαμογελαστός. «Άντε γαμήσου ρε» του φώναξα και κλείστηκα για ακόμα μία φορά στην πυρηνική μου λατέρνα αγναντεύοντας το αύριο. Ίσως συμβεί κάτι διαφορετικό αύριο. Μπαααααααααααααααααααα.

Monday, October 23, 2006

Ο Όπτιμους στα μπουζούκια



Παρασκευή βράδυ. Αργά. Ο Όπτιμους Πράιμ άνοιξε το τρίτο μπουκάλι ουίσκι απελπισμένος γιατί δεν τον πιάνει το αλκοόλ με καμία παναγία. Φανερά εκνευρισμένος μεταμορφώθηκε σε καφετιέρα και συνάμα τηλεφώνησε στο Μέγκατρον ο οποίος όπως πάντα κάτι σατανικό ετοίμαζε.
- Μέγκατρον, εσύ;
- Ποιος;
- Όπτιμους.
- Τι θες;
- Θα σε πιάσω στα χέρια μου και θα σου γαμήσω ότι έχεις και δεν έχεις, ακούς μωρί αδερφάρα;
- Πάλι δε σου σηκώνεται ρε; Τι μαλακίες είναι αυτές βραδιάτικα;
- Θα σε γαμήσω ρε!
- Πότε και που ρε μουνί;
Η μάχη κανονίστηκε στο κέντρο της Νέας Υόρκης για να μην υπάρξουν αθώα θύματα. Οι νιουγιόρκερς είναι όλοι ένοχοι, γνωστό αυτό. Ο δύο αρχηγοί μάζεψαν τα πιόνια τους και άρχιζαν να ετοιμάζουν στρατηγικές επίθεσης. Ο Όπτιμους συνέχισε να πίνει σαν κροκόδειλας χωρίς αποτέλεσμα όμως. Το άγχος ήταν φανερό στα μάτια όλων των ρομπότ που θα πολεμούσαν. Κρύος ιδρώτας έλουσε το πρόσωπο του Μέγκατρον καθώς γνώριζε ότι οι πιθανότητες δεν ήταν υπέρ του. Θα μαχόταν όμως με πάθος, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Οι ώρες πέρασαν γρήγορα και στις εννιά το πρωί ακριβώς, το σήμα των ότομποτς με το αντίστοιχο των ντισέπτικονς εναλλάχθηκαν μπροστά στα μάτια μας και η μάχη είχε μόλις αρχίσει. Κόκκινες και μπλε δολοφονικές ακτίνες λέηζερ χρωμάτιζαν τους δρόμους του μεγάλου μήλου σκοτώνοντας ταυτόχρονα ένοχα θύματα. Απελπισμένος μα ταυτόχρονα χαλαρός στην υπερπολυτελή του πολυθρόνα, ο πρόεδρος των ηνωμένων πολιτειών (δεν έχει σημασία ποιος, όλοι κωλόπαιδα είναι) κάλεσε συμβούλιο το οποίο αποφάσισε ότι με ένα βομβαρδισμό στην Ζιμπάμπουε η κατάσταση θα βελτιωνόταν. Έκανε λάθος βεβαίως όπως και στο Ιράκ και στο Αβγανιστάν και και και. Καθώς όμως οι πρώτες βόμβες διέλυαν τις υποδομές της Ζιμπάμπουε, στη Νέα Υόρκη οι ότομποτς φαίνονταν να παίρνουν τον πούλο. Μεταμορφώθηκαν λοιπόν σε Γιωταχή (πως λέμε Κιουτσούκ Καϊναρτζή) και προσπάθησαν να κρυφτούν μέσα στο πλήθος των κατοίκων που εγκατέλειπαν την πόλη και όδευαν προς τη γη της επαγγελίας. Το κόλπο στην αρχή φάνηκε να λειτουργεί πράγμα που έκανε τον μάστερμάιντ των ότομποτς να χαρεί. Κέρδισαν λίγο χρόνο, πήραν δυο ανάσες. Μηδένα προ του τέλους μακάριζε όμως, έλεγαν οι αρχαίοι έλληνες και για άλλη μια φορά αποδείχτηκαν σοφοί. Ο Fuhrer των ντισέπτικονς τότε, διέταξε τα τσιράκια του να καταστρέψουν κάθε αυτοκίνητο που υπάρχει στην ευρύτερη περιοχή. Ο Μπάμπλμπι (Bumblebee – κίτρινο κοντό μαλακισμένο κερασφόρο ότομποτ σκαραβαίος) τότε εχέσθην από το φόβο του και προκάλεσε ηλεκτροπληξία σε τρεις περαστικούς που έσπευσαν να αλοιφθούν με τα προϊόντα της ρομποτικής του απέκκρισης. Ο πρώτος ήταν οπαδός των Autopsy και πέθανε χαρούμενος καθώς κατάφερε να εκπληρώσει το παιδικό του όνειρο: να πεθάνει μέσα σε σκατά. Ο δεύτερος ήταν οπαδός των Coil και πέθανε εξίσου χαρούμενος καθώς κατάφερε να εκπληρώσει το παιδικό του όνειρο: να πεθάνει. Ο τρίτος ήταν Ιουδαίος. Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο δυσχερής για τους ότομποτς. Μετά το θάνατο του Μπάμπλμπι από ακατάσχετη διάρροια ο Όπτιμους γνώριζε ότι του απέμενε μόνο μία λύση. Έβγαλε από το καπέλο του ένα μαγικό φυστίκι, το κατάπιε ουρλιάζοντας ταντάχ και μεταμορφώθηκε σε Σουγκλάκο (αθάνατη διασταύρωση χόμο σάπιενς με μετεωρίτη – πρόσφατες φήμες που τον θέλουν ηττημένο είναι απλά άκυρες). Βγήκε από το σωρό με τα κατεστραμένα αυτοκίνητα και κατευθύνθηκε προς τον Μέγκατρον ο οποίος παρακολουθούσε σαστισμένος. Ακόμα και η χλέπα που του έριξε στη μάπα ο Σουγκλάκος Πράιμ δεν ήταν ικανή να κρύψει αυτό το σάστισμα. Τη χλέπα αυτή ακολούθησε κλωτσά στα αμελέτητα (ακόμα δε βρέθηκε κάποιος να τα μελετήσει; Φτάσαμε στο 2006, για όνομα), δαγκωνιά στο αυτί και εν τέλει κωλοδάχτυλο. Οι ότομποτς ήταν για μια ακόμη φορά νικητές. «Κέρδισες τη μάχη αλλά όχι και τον πόλεμο» φώναξε ο αρχηγός των ηττημένων πετώντας. Οι νικητές τότε αποφάσισαν να γιορτάσουν το γεγονός και έκλεισαν τραπέζια στα μπουζούκια, στο κέντρο όπου εμφανιζόταν η Πέγκυ Ζήνα (οι τρανφόρμερς δε φημίζονται για το γούστο τους ούτε και η Πέγκυ η οποία όμως φημίζεται για το μπούστο της). Η ώρα όμως πλησίαζε τις δέκα και σε λίγο έπρεπε να αρχίσουν οι Τζι Άη Τζο, έπρεπε να μπουν και οι διαφημίσεις για τα παιδάκια που δε θα έβρισκαν την ευτυχία να δεν ολοκλήρωναν τη συλλογή από εύθραστα ρομποτάκια που προβάλλονταν, ντεντ λάιν, κλάιν μάιν. Μείνετε συντονισμένοι, νέες μάχες, νέες καταστροφές και ακόμα περισσότεροι νεκροί εβραίοι θα ακολουθήσουν γιατί έχει πλάκα.

Saturday, October 14, 2006

Οι εβραίοι φταίνε πάλι

Η παρακάτω ιστορία δεν προέρχεται από καταιγίδα (μέρες που είναι τώρα) ιδεών που έπεφταν μανιασμένα στο γυαλιστερό μου κεφαλάκι. Όχι! Η παρακάτω ιστορία είναι άκρως και ακραίως πραγματική, βασισμένη σε αληθινές καταστάσεις και συμβάντα και μπλα και μπλα και μπλα. Ζω σε μια πόλη γεμάτη δύο εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι με τα αυτοκίνητά τους. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, ζω σε μια πόλη η οποία μπορεί να προσφέρει άπειρες ποσότητες τροφής για κάθε βρυκόλακα που δεν κάνει δίαιτα, παρόλο που έχουν εμφανιστεί κρούσματα και στην επαρχία. Η σημερινή μορφή του καπιταλισμού που απαιτεί τεράστια συσσώρευση πληθυσμού στα κέντρα ευνοεί τους βρυκόλακες και είναι ηλίου φαεινότερον ότι αυτοί είναι υπεύθυνοι για την τωρινή κατάσταση των πραγμάτων. Κρυμμένοι πίσω από τις σκοτεινότερες κουρτίνες κινούν τα νήματα του κόσμου και μετά μας τρώνε κι από πάνω! Είναι μασώνοι οι βρυκόλακες! Μασώνοι ξεμασώνοι, εγώ δεν είμαι ρατσιστής. Όπως εμείς, έτσι κι αυτοί έχουν τα προβλήματά τους και τις ανάγκες τους. Και όχι μόνο αυτό αλλά δεν υπάρχει και κάποιο μέρος να πάνε να πιουν ένα ποτό με την αγαπημένη τους μουσική να συνοδεύει τη μέθη τους αν πιουν και κανα ποτηράκι παραπάνου. Μπορείτε να φανταστείτε ποια είναι τα αγαπημένα τους ακούσματα. Σάουντρακ από κηδείες, μοιρολόγια, κλάματα, τον Παναγιώτη Γιαννάκη να ζητά λίγα λεπτά απ’ τη ζωή μας και τέτοια πράματα. Άσχημη η κατάσταση για τα βαμπύρια και πραγματικά, κάθε φορά που έβλεπα κάποιο στο δρόμο (νύχτα πάντα) ήταν θλιμμένο. Σας το ομολογώ, απελπίστηκα. «Γιατί θεέ δεν έχει ένα γκοθάδικο αυτή η πόλη, τι φταίξαμε και είσαι τόσο κακός μαζί μας», φώναξα κοιτώντας τον ουρανό και σηκώνοντας τα χέρια για να μυρίσουν τις μασχάλες μου οι περαστικοί. Μια φωνή τότε μου είπε να μη βλασφημώ γιατί ο θεός είναι παντού και τα ακούει όλα. Ήταν μια κυρία που κρατούσε στα χέρια της το άνεργο, ανύπαντρο, αγράμματο, αθεόφοβο, αλεξικέραυνο, νεογέητο παιδί της. Είναι σημάδι για να ντιτζεηθώ, σκέφτηκα και έριξα ντόρτια. Στην άλλη άκρη της γραμμής ο Καλίν (θα έκανα την εισαγωγή για τον Καλίν στην προηγούμενη πρόταση αλλά προτίμησα να βάλω τα ντόρτια. Είναι ιδιοκτήτης νυχτερινού καταστήματος στο οποίο έχω εκτελέσει χρέη ντιτζέη κατά καιρούς) δέχτηκε για το ερχόμενο Σάββατο. Υπέροχα! Ερχόταν το βράδυ που θα βλέπαμε τα παιδιά της νύχτας να τραγουδούν και να χορεύουν. Το μέρος ήταν γνωστό ως απαρταμέντ και ουσιαστικά ήταν ένα διαμέρισμα το οποίο εκτελούσε χρέη νάιτ κλαμπ. Κρεβατοκάμαρες και κουζίνες δεν υπήρχαν απλά δωμάτια με πολύ χώρο για χορό, λίγα έπιπλα, λίγος αλλά καλός κόσμος (καθώς δεν ήταν το πλέον δημοφιλές μέρος) και στους τοίχους φιλοξενούνταν ζωγραφιές και γλυπτά μοντέρνας τέχνης από άγνωστους ντόπιους καλλιτέχνες. Σε γενικές γραμμές υπέροχο. Αισθανόμουν ότι επιτελώ θείο έργο. Αλήθεια. Για τους βρυκόλακες θα έπαιζα. Όχι για να ακούσω Coil σε κλάμπ και μάλιστα πέντε έως δέκα τραγούδια τους. Ποιος είπε τέτοιο πράγμα;

Ξεκίνησα λοιπόν την προετοιμασία μου για τη μαγική βραδιά, τηλεφώνησα στα κατάλληλα πρόσωπα, έφτιαξα μια αφίσα την οποία σας παραθέτω (γιατί εμείς μιλάμε με στοιχεία), έκαψα δεκαπέντε δισκάκια για να μην κουβαλάω το σωρό, έβγαλα την αφίσα σε φωτοτυπίες και τις τοποθέτησα σε όλο το κέντρο και σε μερικά πανεπιστήμια να τη δουν οι βρυκόλακες, τα πιράνχας, οι λύκοι, οι νυχτερίδες, οι καρχαρίες, οι αρουραίοι και ότι άλλο νυκτερινό σιχαμένο ουσταποδώ υπάρχει εκεί όξω και τέλος, έκανα δυο ώρες ζεν για ψυχολογική υποστήριξη. Σάββατο. Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται λένε και έξω έβρεχε. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και το τηλέφωνο άρχισε να σείεται. Ο Καλίν με ειδοποιούσε ότι το μαγαζί θα σταματούσε να λειτουργεί γιατί ο ιδιοκτήτης του κτιρίου, εβραίος στην καταγωγή και ποιος ξέρει με τι βρωμερά κίνητρα, αποφάσισε να ανοίξει εμπορικό κέντρο στο μέρος αυτό. Μα τις χίλιες αρκούδες! Οι εβραίοι δε με αφήνουν να κάνω το κέφι μου. Ουουουου εξακόσα εξήντα έξι ουουουουου. Τα ουρλιαχτά των τρωκτικών αρχίζουν να καλύπτουν κάθε άλλο θόρυβο στην πόλη. Κατάλαβαν τι έγινε και βγήκαν στους δρόμους. Μα... είναι πρωί, το φως θα τους σκοτώσει, μηηηηηηηη! Καταραμένοι εβραίοι, που θα μου πάτε, κάποια μέρα θα βρω το δρόμο για το εβραιοχωριό σας και θα διαλύσω τα μανιτάρια σας.

Friday, October 13, 2006

Η Κύπρος είναι Κινέζικη

Περίμενα ένα βράδυ το λεωφορείο στο σταθμό της Θεσσαλονίκης διαβάζοντας ένα ηλίθιο περιοδικό, απ’ αυτά της αναμονής, ώσπου παρατήρησα ένα Κινέζο που κοιμόταν δίπλα μου. «Πώς λαγοκοιμούνται οι Κινέζοι», αναρωτήθηκα. «Γιατί είναι τόσοι πολλοί»; Αφήστε την Κύπρο ήσυχη ρε και ελάτε ένας ένας να σας σφάξω όυλους. Το ξέρω ότι ήδη τρέμετε. Κι εγώ μια μέρα βρίζοντας τη φάτσα μου στον καθρέφτη, έχεσα τις κάλτσες μου. Για καλή μου τύχη όμως ήταν καφέ χρώματος και δε λερώθηκαν. Τρελή πατέντα την οποία πούλησα στην τηλεμάρκετινγκ και έβγαλα εξίσου τρελά γκαφρά τα οποία εξαργύρωσα αμέσως σε πασατέμπο. Την ψυχή μου όμως πώς θα την καθαρίσω; Στην τελευταία μου εξομολόγηση, ο ιερέας πριν με βιάσει με έβαλε να καταπιώ ένα μπουκάλι τουμποφλό ο οποίος (ο μποφλός) το παρέδωσε αδιαμαρτύρητα ο παλιοκαριόλης. Το αποτέλεσμα ήταν να κλάνω μπουρμπουλίθρες ασταμάτητα. Για καλή μου τύχη πάντως πράκτορες της Σία Ειέη ήταν κοντά και με φτερά στα πόδια με μετέφεραν με υποβρύχιο στο πλησιέστερο νοσοκομείο πριν καν προλάβω να πω το πάτερ ημών ανάποδα στα αρχαία ισλανδικά. Στην αρχή ήταν πολύ βαρετά οπότε αποφάσισα να πλέξω πουλόβερ για το Βαγγέλη, ένα πανέμορφο και συνάμα υπέρτριχο κύπριο ινδουιστή μοναχό που αποφάσισε να συνεχίσει την ιεραποστολή του στην Αλάσκα. Μετά ήρθε ο ξαδερφός μου ο Θανάσης στο νοσοκομείο και μου έφερε λουλούδια. Η απροσδόκητή του επίσκεψη με κατέπληξε και τα λουλούδια ήταν πανέμορφα μέχρι τη στιγμή που έκανα τα λάθος και τα δοκίμασα. Ήταν εντελώς άνοστα, γι αυτό του πέταξα την πάπια μου στο πρόσωπο. Ο πούστης όμως έσκυψε έγκαιρα και η πάπια βγαίνοντας από το ανοιχτό παράθυρο έκανε μια βόλτα πάνω από την πόλη, αγόρασε ένα παντελονάκι για 189 μόνο ευρόπλα και μές την ευτυχία της έπεσε πάνω στο Φοίβο και τον πότισε με τα ούρα μου μα και έμπνευση. Με τα μαλλιά του κίτρινα από τα υγρά προϊόντα της πρωινής μου απέκκρισης, επέστρεψε στο άνδρο του όπου και συνέθεσε ένα άσμα για την Δέσποινα Βανδή. Δε μπορώ να σας αποκαλύψω ποιο τραγούδι είναι, σας λέω μόνο ότι το ρεφρέν του αποτελείται από δύο (2) μόνο γράμματα. Μ’ αυτήν του την κίνηση δημιούργησε σχολή στο χώρο της εμπορικής μουσικής με καλύτερους μαθητές του τους Cannibal Corpse οι οποίοι χωρίς βέβαια να φτάνουν το μεγαλείο του Λούντβιχ Βαν Φοίβου, κατάφεραν να κυκλοφορήσουν καμιά δεκαριά δίσκους με μοναδική φράση που τραγουδιέται (λέμε και καμιά μαλακία να γεμίσει το άρθρο) να είναι η εξής: Γουρ, γουρ, γουρ. Θεοί! Ιδιαίτερα το ντεμπούτο τους σπέρνει! Τα σεντόνια μου όμως παραμένουν κίτρινα και το σύνθημα που βλέπετε στον τίτλο του διηγήματος είναι χαλαρά το καλύτερο σύνθημα όλωνε των εποχώνε. Γαία!

Saturday, September 30, 2006

Μερικές grind ιστοριούλες

Η γεύση του ουρανού: εισαγωγή στο δράμα

Η πόρτα άνοιξε απότομα τα πόδια της σαν να ήταν έτοιμη να υποδεχθεί υπουργική συνάντηση, απ’ αυτές που καθορίζουν πόσο μίζερα θα ζούμε και φέτος. Ο ήλιος έξω σκόρπιζε το φως του απλόχερα και τα κουνάβια έμεναν άπλυτα μα ακόμα αγέρωχα. Η Κούλα ήταν σκέτος πειρασμός μέσα από τα φαρδιά της βλέφαρα που είχε αγοράσει από το υποκατάστημα της ΝΙΚE στο Χεζολίθαρο. Την πλησίασα και έγλυψα το πάνω μέρος της παλάμης της. Είχε ιλαρά. Ο Καββαδίας δεν περνούσε ποτέ από το χωριό τους. Απλά έστεκε στην κορφή του λόφου που έβλεπε στο μπαλκόνι που άπλωνε η Κούλα τα βρεγμένα στρινγκάκια της και έριχνε μανιωδώς πασιέντζες σε όποιον τον πλησίαζε. Ένα βράδυ, καθώς η Κούλα χόρευε χασαποσέρβικο στη δίσκο του χωριού κατάπιε την κλειτορίδα της και πέθανε ακαριαία. Κανείς δεν κατάλαβε πως και γιατί. Τι θες τώρα; Απλά πέθανε. Ντεθ.

Τα φτερά του κύκνου: Το μυστήριο αποκαλύπτεται

Η πόρτα άνοιξε απότομα το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της στη σελίδα 156 ενώ παράλληλα την είχε πάρει ο ύπνος από το μεσημέρι. Πολλοί ρώτησαν για το περιεχόμενο της σελίδας. Περίεργοι άνθρωποι. Μετά από λίγο όμως εμφανίστηκαν και τα όργανα της τάξεως. Η είσοδός τους ήταν εντυπωσιακή με τον Τσαικόφσκι να εντείνει την αγωνία των παρευρισκόμενων. Το ακροατήριο έστεκε άλαλο από τη συγκίνηση. Άλαλη και η Κική, η κομμώτρια του χωριού. Ο μεγάλος συνθέτης όμως ξαφνιάζοντας παρόντες και μη, έβγαλε το παλιό του κοστούμι από τη μπετονιέρα και με το δίκανό του πολτοποίησε το πρόσωπο της. Με χατζηνικόλεια ψυχραιμία τότε, οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ έκρυψαν το πτώμα και έσβησαν το γεγονός από τη μνήμη των μαρτύρων χρησιμοποιώντας τεχνολογία από το διαστημόπλοιο των ΕΛ που βρέθηκε στο υπόγειο ενός ευρωβουλευτή μας. «Μα... τι ιστορία είναι αυτή, πέθανε η Κική;» απόρησε ένας περαστικός. Απλά πέθανε. Ντεθ.

Είδα τον έρωτα πάνω σ' ένα φτερό: Η κορύφωση του δράματος

Η πόρτα άνοιξε και η κάμερα έπεσε αμέσως πάνω στη Βιολέτα η οποία στεκόταν μπροστά στον καθρέπτη της και κοιτούσε το γυμνό της κορμί που άρχιζε να θυμίζει σιγά σιγά γυναίκα. Το στήθος της δειλά άρχιζε να εμφανίζεται αν και η δειλία αυτή με το πέρασμα του χρόνου εξαφανιζόταν. Ήταν μόνη στο σπίτι και αισθανόταν σαν να έχει ραντεβού για να γνωρίσει τον εαυτό της. Έπιασε τα μικροσκοπικά ακόμα βυζάκια της και προσπάθησε να τα σμίξει για να φανούν μεγαλύτερα. Πόσο θα μεγάλωναν ακόμα; Μακάρι να μη γίνουν τόσο μεγάλα σαν της μαμάς. Η φίλη της η Κατερίνα φορούσε ένα σουτιέν που τα έκανε να φαίνονται αρκετά μεγαλύτερα. Δεν ήταν ανάγκη. Ήθελε όμως να ωριμάσει το σώμα της συντομότερα. Να την κοιτούν τα αγόρια. Άραγε τι θα σκέφτονταν τα αγόρια του σχολείου γι αυτήν; Οι φίλες της θα χαίρονταν άραγε αν έκανε την πρώτη της σχέση ή μήπως θα άρχιζαν να εμφανίζονται οι πρώτες αντιζηλίες και οι πρώτοι τσακωμοί; Όλα αυτά τα παρατηρούσε σε όλους σχεδόν τους μεγαλύτερους σε ηλικία από την ίδια ανθρώπους. Δεν της άρεσε που ίσως θα χρειαζόταν να ζήσει κάτι αντίστοιχο. Και γιατί άλλωστε; Επειδή γινόταν γυναίκα; Και μάλιστα ωραία γυναίκα. Το γνώριζε και η ίδια και χαμογέλασε πονηρά. Ξάφνου το τηλέφωνο χτύπησε. Η αδερφή της, της ανήγγειλε μια σοκαριστική είδηση. Η γιαγιά τους μόλις είχε πεθάνει.
-Η γιαγιάκα; Μα πώς πέθανε;
-94 χρονών ήταν ρε αδερφούλα, απλά πέθανε
. Ντεθ.

Άνεμος: Το τέλος ή μια νέα αρχή;!

Η πόρτα άνοιξε και ο Φρειδερίκος Νίτσε (Φρειδερίκος, από τα Τρίκαλα είναι, σοβαρά) κοιτούσε επίμονα τη γλάστρα που του δώρισε κατά λάθος ο εραστής της υπαλλήλου της εθνικής τράπεζας νομίζοντας ότι ο στοχαστής ήταν άγαλμα κάποιας προιστορικής φιγούρας που έστεκε κει για να μας θυμίζει πόσο κοντά είμαστε στον πίθηκο και ειλικρινά σας μιλώ, αν ήμουν στη θέση του πιθανότατα να έκανα το ίδιο λάθος αν εξαιρέσουμε φυσικά το γεγονός ότι ο Νίτσε έζησε και πέθανε πολλά χρόνια πριν γεννηθώ εγώ.
-Έλα ρε, πέθανε ο Νίτσε; Πώς;
-Ξέρω ‘γω, απλά πέθανε. Ντεθ